Το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν μύθος και τα Αρχαία μεταλλεία στο Πήλιο το αποδεικνύουν!!
Το χρυσόμαλλο δέρας δεν ήταν καθαρά αποκύημα της φαντασίας των αρχαίων Ελλήνων, αλλά βασιζόταν σε ιστορικά δεδομένα..... Μπορεί, δηλαδή, ο Πηλέας να ανέθεσε στον Ιάσονα να φέρει το πολυπόθητο χρυσόμαλλο δέρας, ένα ισχυρό σύμβολο εξουσίας, αλλά γιατί το δέρμα ενός τόσο κοινού ζώου θεωρείτο τόσο σημαντικό;
«Η απάντηση είναι εύκολη, αν διερευνηθεί ο τρόπος απόληψης του χρυσού από τα χρυσοφόρα ποτάμια την εποχή του Χαλκού. Ιδιαίτερα ο ποταμός Φάσις στην περιοχή της Κολχίδος (σημερινή Γεωργία) ήταν γνωστός για τις ποσότητες ψηγμάτων χρυσού που μετέφερε.
Αρχικά, η απόληψη αυτού του πολύτιμου μετάλλου γινόταν με προβιές, κυρίως προβάτων, τις οποίες βουτούσαν οι μεταλλευτές μέσα στο ποτάμι, όπου και εγκλωβίζονταν τα ψήγματα του χρυσού. Στη συνέχεια οι προβιές στέγνωναν και τινάζονταν για να συλλεχθεί ο χρυσός ή καίγονταν για να αποληφθούν οι σβόλοι του χρυσού. Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των τεχνικών, οι προβιές τοποθετούνταν σε σταθερά ξύλινα ρείθρα μέσα στην κοίτη του ποταμού» εξήγησε ο Μάρκος Βαξεβανόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε διάλεξη που έδωσε πρόσφατα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Βόλου, με θέμα: «Αρχαία μεταλλεία: Από το Πήλιο του Ιάσονα, στο Λαύριο του Πεισίστρατου».
Όπως υπογραμμίζει στην ομιλία του, το αξιόλογο στα φιλολογικά έργα για την Αργοναυτική εκστρατεία, αλλά και τον Τρωικό πόλεμο είναι ότι τα οικονομικά κέντρα της εποχής και τα γεωστρατηγικά σημεία τοποθετούνται προς την περιοχή του Εύξεινου Πόντου. «Και όχι άδικα», εξηγεί, «καθώς τα γεγονότα που περιγράφονται τοποθετούνται χρονικά περίπου στο πέρασμα από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου».
Πρόσφατα, στην περιοχή της Γεωργίας, μελετήθηκαν χώροι με την αρχαιότερη εξόρυξη και μεταλλουργία σιδήρου- περίπου το 1400 π.Χ. Αυτό δείχνει ότι στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου έχουμε το πέρασμα από τη μεταλλουργία του χαλκού, στη μεταλλουργία του σιδήρου. «Άρα, όχι άδικα», συμπεραίνει, «ο Ηρόδοτος τοποθέτησε τη φυλή των Χαλύβων, που επεξεργάζονταν το σίδηρο, σε εκείνη την περιοχή».
Οι αιώνες γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας οδηγούν σταθερά στην ανακάλυψη της απόληψης και της χύτευσης του σιδήρου. Πιθανότατα, οι ταξιδευτές της εποχής μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο τις γνώσεις για το νέο μέταλλο. Η νέα εποχή θα σημαδευτεί από τα πιο ισχυρά, πιο γερά στην κρούση, σιδερένια όπλα.
Όπως πιθανολογεί, άλλωστε, ο κ.Βαξεβανόπουλος, η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» έχει σχέση με την κάθοδο της γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. «Ας μην ξεχνάμε ότι ο βασικός μοχλός της οικονομίας και των επιμέρους λειτουργιών της ήταν η κατοχή των μετάλλων και των μεταλλοφόρων περιοχών» διευκρινίζει.
Αρχαία μεταλλεία στο Πήλιο
Ο Ιάσονας, όμως, δεν ξεκίνησε από μία περιοχή, χωρίς γνώσεις μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. Οι κάτοικοι της αρχαίας Ιωλκού γνωρίζουν το χρυσό και το χαλκό, ως μέταλλα. Το Πήλιο μέχρι πρότινος δεν ήταν γνωστό για την παρουσία χρήσιμων μετάλλων. «Κι όμως», αναφέρει ο υποψήφιος διδάκτορας, «από την περιοχή της Ζαγοράς μέχρι το χωριό Καλαμάκι Πηλίου έχουν βρεθεί πάνω από 30 μεταλλοφόρες περιοχές με έντονη την παρουσία ορυκτών του σιδήρου, του μολύβδου και του χαλκού». Μάλιστα, στο χωριό Ξουρίχτι, ανακαλύφθηκε αρχαίο υπόγειο μεταλλείο με συνολικό μήκος διαδρόμων πάνω από 100 μέτρα, ενώ στη γύρω περιοχή, έντονη είναι η παρουσία επιφανειακών εκμεταλλεύσεων.
«Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η εξάντληση των τοπικών μεταλλοφοριών, υπήρξε η κύρια αφορμή για την οργάνωση εκστρατειών σε υπερπόντιες περιοχές. Η αναζήτηση νέων και πλούσιων μεταλλοφοριών χαλκού και χρυσού, πιθανώς, ήταν η κύρια αιτία των αποστολών, ίσως και των επιμέρους πολεμικών συγκρούσεων» εκτιμά.
Αρχαίο Λαύριο
Σημείο σταθμός στην ιστορία του Λαυρίου είναι για τον κ. Βαξεβανόπουλο, το 546 π.Χ., οπότε και επιστρέφει ο Πεισίστρατος από την εξορία του. Από το Παγγαίο και τη Θράκη, όπου είχε εξοριστεί, φέρνει μαζί του έμπειρους μεταλλευτές των μεταλλείων του Παγγαίου και της Σκαπτής Ύλης και πλέον το Λαύριο αρχίζει να γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή. Ξεκινά η διάνοιξη δαιδαλωδών στοών, που συνδέονται με την επιφάνεια με κατακόρυφα φρεάτια. Το 483 π.Χ. θα ανακαλυφθεί μία ιδιαίτερα πλούσια μεταλλοφορία που θα οδηγήσει στην οικονομική άνθηση της Αθήνας. Από τις προσόδους αυτής της ανακάλυψης, ο Θεμιστοκλής θα πείσει του Αθηναίους να ναυπηγήσουν 200 τριήρεις, με τις οποίες νίκησαν τον Περσικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
«Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και η πορεία της ιστορίας εξαρτάται από την εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας, αφού αυτή ορίζει τους πυλώνες της οικονομίας και κατ' επέκταση της πολιτικής» προσθέτει, χαρακτηρίζοντας το Λαύριο ως «την πρώτη βιομηχανική επανάσταση προ Χριστού».
Γενικότερα πάντως, μεγάλα μεταλλευτικά κέντρα της αρχαιότητας θεωρούνται η Θάσος, η απέναντι της Θάσου περιοχή της Σκαπτής Ύλης, το όρος Παγγαίο, το όρος Άγκιστρο, η Βορειοανατολική Χαλκιδική, η Σίφνος και η Μήλος. Σε όλες αυτές τις περιοχές υπάρχουν δεκάδες αρχαίες υπόγειες στοές εξόρυξης μεταλλεύματος, οι οποίες, όμως, δεν έχουν μελετηθεί ενδελεχώς, με αποτέλεσμα την έλλειψη βασικών στοιχείων και την καταστροφή πολλών στοών, καταλήγει ο κ.Βαξεβανόπουλος.
«Η απάντηση είναι εύκολη, αν διερευνηθεί ο τρόπος απόληψης του χρυσού από τα χρυσοφόρα ποτάμια την εποχή του Χαλκού. Ιδιαίτερα ο ποταμός Φάσις στην περιοχή της Κολχίδος (σημερινή Γεωργία) ήταν γνωστός για τις ποσότητες ψηγμάτων χρυσού που μετέφερε.
Αρχικά, η απόληψη αυτού του πολύτιμου μετάλλου γινόταν με προβιές, κυρίως προβάτων, τις οποίες βουτούσαν οι μεταλλευτές μέσα στο ποτάμι, όπου και εγκλωβίζονταν τα ψήγματα του χρυσού. Στη συνέχεια οι προβιές στέγνωναν και τινάζονταν για να συλλεχθεί ο χρυσός ή καίγονταν για να αποληφθούν οι σβόλοι του χρυσού. Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των τεχνικών, οι προβιές τοποθετούνταν σε σταθερά ξύλινα ρείθρα μέσα στην κοίτη του ποταμού» εξήγησε ο Μάρκος Βαξεβανόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε διάλεξη που έδωσε πρόσφατα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Βόλου, με θέμα: «Αρχαία μεταλλεία: Από το Πήλιο του Ιάσονα, στο Λαύριο του Πεισίστρατου».
Όπως υπογραμμίζει στην ομιλία του, το αξιόλογο στα φιλολογικά έργα για την Αργοναυτική εκστρατεία, αλλά και τον Τρωικό πόλεμο είναι ότι τα οικονομικά κέντρα της εποχής και τα γεωστρατηγικά σημεία τοποθετούνται προς την περιοχή του Εύξεινου Πόντου. «Και όχι άδικα», εξηγεί, «καθώς τα γεγονότα που περιγράφονται τοποθετούνται χρονικά περίπου στο πέρασμα από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου».
Πρόσφατα, στην περιοχή της Γεωργίας, μελετήθηκαν χώροι με την αρχαιότερη εξόρυξη και μεταλλουργία σιδήρου- περίπου το 1400 π.Χ. Αυτό δείχνει ότι στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου έχουμε το πέρασμα από τη μεταλλουργία του χαλκού, στη μεταλλουργία του σιδήρου. «Άρα, όχι άδικα», συμπεραίνει, «ο Ηρόδοτος τοποθέτησε τη φυλή των Χαλύβων, που επεξεργάζονταν το σίδηρο, σε εκείνη την περιοχή».
Οι αιώνες γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας οδηγούν σταθερά στην ανακάλυψη της απόληψης και της χύτευσης του σιδήρου. Πιθανότατα, οι ταξιδευτές της εποχής μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο τις γνώσεις για το νέο μέταλλο. Η νέα εποχή θα σημαδευτεί από τα πιο ισχυρά, πιο γερά στην κρούση, σιδερένια όπλα.
Όπως πιθανολογεί, άλλωστε, ο κ.Βαξεβανόπουλος, η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» έχει σχέση με την κάθοδο της γνώσης σε θέματα μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. «Ας μην ξεχνάμε ότι ο βασικός μοχλός της οικονομίας και των επιμέρους λειτουργιών της ήταν η κατοχή των μετάλλων και των μεταλλοφόρων περιοχών» διευκρινίζει.
Αρχαία μεταλλεία στο Πήλιο
Ο Ιάσονας, όμως, δεν ξεκίνησε από μία περιοχή, χωρίς γνώσεις μεταλλευτικής και μεταλλουργίας. Οι κάτοικοι της αρχαίας Ιωλκού γνωρίζουν το χρυσό και το χαλκό, ως μέταλλα. Το Πήλιο μέχρι πρότινος δεν ήταν γνωστό για την παρουσία χρήσιμων μετάλλων. «Κι όμως», αναφέρει ο υποψήφιος διδάκτορας, «από την περιοχή της Ζαγοράς μέχρι το χωριό Καλαμάκι Πηλίου έχουν βρεθεί πάνω από 30 μεταλλοφόρες περιοχές με έντονη την παρουσία ορυκτών του σιδήρου, του μολύβδου και του χαλκού». Μάλιστα, στο χωριό Ξουρίχτι, ανακαλύφθηκε αρχαίο υπόγειο μεταλλείο με συνολικό μήκος διαδρόμων πάνω από 100 μέτρα, ενώ στη γύρω περιοχή, έντονη είναι η παρουσία επιφανειακών εκμεταλλεύσεων.
«Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η εξάντληση των τοπικών μεταλλοφοριών, υπήρξε η κύρια αφορμή για την οργάνωση εκστρατειών σε υπερπόντιες περιοχές. Η αναζήτηση νέων και πλούσιων μεταλλοφοριών χαλκού και χρυσού, πιθανώς, ήταν η κύρια αιτία των αποστολών, ίσως και των επιμέρους πολεμικών συγκρούσεων» εκτιμά.
Αρχαίο Λαύριο
Σημείο σταθμός στην ιστορία του Λαυρίου είναι για τον κ. Βαξεβανόπουλο, το 546 π.Χ., οπότε και επιστρέφει ο Πεισίστρατος από την εξορία του. Από το Παγγαίο και τη Θράκη, όπου είχε εξοριστεί, φέρνει μαζί του έμπειρους μεταλλευτές των μεταλλείων του Παγγαίου και της Σκαπτής Ύλης και πλέον το Λαύριο αρχίζει να γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή. Ξεκινά η διάνοιξη δαιδαλωδών στοών, που συνδέονται με την επιφάνεια με κατακόρυφα φρεάτια. Το 483 π.Χ. θα ανακαλυφθεί μία ιδιαίτερα πλούσια μεταλλοφορία που θα οδηγήσει στην οικονομική άνθηση της Αθήνας. Από τις προσόδους αυτής της ανακάλυψης, ο Θεμιστοκλής θα πείσει του Αθηναίους να ναυπηγήσουν 200 τριήρεις, με τις οποίες νίκησαν τον Περσικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
«Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και η πορεία της ιστορίας εξαρτάται από την εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας, αφού αυτή ορίζει τους πυλώνες της οικονομίας και κατ' επέκταση της πολιτικής» προσθέτει, χαρακτηρίζοντας το Λαύριο ως «την πρώτη βιομηχανική επανάσταση προ Χριστού».
Γενικότερα πάντως, μεγάλα μεταλλευτικά κέντρα της αρχαιότητας θεωρούνται η Θάσος, η απέναντι της Θάσου περιοχή της Σκαπτής Ύλης, το όρος Παγγαίο, το όρος Άγκιστρο, η Βορειοανατολική Χαλκιδική, η Σίφνος και η Μήλος. Σε όλες αυτές τις περιοχές υπάρχουν δεκάδες αρχαίες υπόγειες στοές εξόρυξης μεταλλεύματος, οι οποίες, όμως, δεν έχουν μελετηθεί ενδελεχώς, με αποτέλεσμα την έλλειψη βασικών στοιχείων και την καταστροφή πολλών στοών, καταλήγει ο κ.Βαξεβανόπουλος.